- σανδαλώδης
- σανδᾰλ-ώδης, ες,A sandal-like, Sch.E.Or.1370.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανδαλώδης — ῶδες, Α [σάνδαλον] όμοιος, κυρίως ως προς το σχήμα, με σανδάλι … Dictionary of Greek
σανδαλώδους — σανδαλώδης sandal like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)